- άπληστος
- η , ο [ος , ον ] алчный, жадный, ненасытный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄπληστος — insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπληστος — η, ο (AM ἄπληστος, ον) [πίμπλημι] ακόρεστος, αχόρταγος, πλεονέκτης … Dictionary of Greek
άπληστος — η, ο επίρρ. α αχόρταγος, πλεονέχτης: Ήταν υπερβολικά άπληστος· όλα τα ήθελε δικά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἄπληστος πίθος. — ἄπληστος πίθος. См. Бездонная бочка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀπληστότερον — ἄπληστος insatiate adverbial comp ἄπληστος insatiate masc acc comp sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστοτέρων — ἄπληστος insatiate fem gen comp pl ἄπληστος insatiate masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστότατα — ἄπληστος insatiate adverbial superl ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστότατον — ἄπληστος insatiate masc acc superl sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλήστως — ἄπληστος insatiate adverbial ἄπληστος insatiate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπληστον — ἄπληστος insatiate masc/fem acc sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστοτάτοις — ἄπληστος insatiate masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)